καρκινοῦται

καρκινοῦται
καρκινόω
make crab-like
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρκινώ — καρκινῶ, όω (Α) [καρκίνος] 1. καθιστώ κάτι όμοιο με καρκίνο*, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» κάμπτω ή κυρτώνω τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.) 2. κάνω κάτι να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.) 3. παθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”